Γερμανική εισβολή 1941, Οχυρό Νυμφαίας (Κομοτηνή)
70η επέτειος από τη μάχη του Οχυρού της Νυμφαίας: Ο αγώνας της Φρουράς εναντίον της Βέρμαχτ και του «Εφιάλτη»
- Γράφει ο Βασίλης Ριτζαλέος
Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, στις 15 Αυγούστου 1947, ο διοικητής του Οχυρού Νυμφαίας, ο τότε αντισυνταγματάρχης πεζικού Αλέξανδρος Αναγνωστός (1892-1970), υπέβαλε στις στρατιωτικές αρχές λεπτομερή έκθεση 24 σελίδων για την ηρωική αντίσταση των πολεμιστών του Οχυρού εναντίον της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής στις 6 και 7 Απριλίου 1941. Αυτή η πολύτιμη πηγή για τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας παραδόθηκε σε αντίγραφο από το πρωτότυπο, μαζί με μια ανυπόγραφη έκθεση των γεγονότων (με την ευκαιρία επετειακής εκδήλωσης παρουσία του διοικητή Α. Αναγνωστού), στην υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους στην Κομοτηνή. Η υπηρεσία μας εκφράζει θερμές ευχαριστίες στον αγαπητό φίλο και ερευνητή της τοπικής ιστορίας κ. Γεώργιο Θ. Νεστωράκη για την παράδοση των πολύτιμων ιστορικών τεκμηρίων.
Το ανατολικό σκέλος της οχυρωματικής γραμμής Μεταξά, από το ύψος της Βιστωνίδας και ανατολικότερα, ανήκε στη δικαιοδοσία της Ταξιαρχίας Έβρου. Η Φρουρά του οχυρού Νυμφαίας, αποτελούμενη από 14 αξιωματικούς και 364 οπλίτες του πρώτου τάγματος της Ταξιαρχίας, είχε αποστολή της να ανακόψει την προέλαση των γερμανικών δυνάμεων προς την Κομοτηνή και να προσφέρει κάλυψη στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στο στρατηγικής σημασίας πέρασμα του Νέστου. Για την επιτυχή έκβαση της αποστολής της, η Φρουρά του Οχυρού διέθετε δύο όλμους Μπραντζ των 81 χιλιοστών, 24 πολυβόλα Σ.Ε., 27 οπλοπολυβόλα (κατασκευής του 1915) για τη φύλαξη των εξόδων και των παρατηρητηρίων του Οχυρού, 10 υποοπλοπολυβόλα Τόμσον, 4 ολμίσκους Στόκες, 17 βομβιδοβόλα και 264 τουφέκια Μάνλιχερ. Ένα μέρος του οπλισμού ήταν ξεπερασμένης τεχνολογίας, τα διαθέσιμα όπλα κάλυπταν με δυσκολία τις ανάγκες των ανδρών και τα οχυρωματικά έργα δεν είχαν ολοκληρωθεί σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο.
Το πραγματικό πρόβλημα του διοικητή και των ανδρών του Οχυρού ήταν η ασύλληπτη ισχύς της αντίπαλης πολεμικής μηχανής. Απέναντί τους παρατάχθηκε η 50η Μεραρχία Πεζικού του 30ού Σώματος Στρατού της Βέρμαχτ που διέθετε άφθονο και εξελιγμένο στρατιωτικό υλικό, υποστήριξη από αεροπλάνα, μηχανοκίνητες μονάδες και βαρύ πυροβολικό, άριστη υγειονομική κάλυψη και οργανωμένη μονάδα επιμελητείας.
Η σύγκρουση των υπερασπιστών του Οχυρού με την πολεμική μηχανή της Βέρμαχτ κράτησε σχεδόν δύο ημέρες, από τις 5 και 30 το πρωί της 6ης Απριλίου 1941 μέχρι τις 11 και 30 το βράδυ της 7ης Απριλίου 1941. Η έκθεση του διοικητή της Φρουράς είναι αποκαλυπτική για τις συγκινητικές στιγμές που εκτυλίχθηκαν όταν οι αξιωματικοί έπαιρναν τις θέσεις τους για τη μεγάλη αναμέτρηση: «…τους αποχαιρέτησα και τους εφίλησα διά τελευταίαν φοράν, διότι την επομένην πιθανόν να μην υπήρχε κανείς από ημάς εν τη ζωή. Είναι αδύνατον να περιγράψω την συγκίνησιν και ενθουσιασμόν την στιγμήν εκείνην των Αξ/κών. Αποχωρούντες της αιθούσης του Οχυρού διά να μεταβώσιν εις τας θέσεις των, με δάκρυα εις τους οφθαλμούς των από ενθουσιασμόν ανεφώνησαν «Ζήτω η αιωνία Ελλάς» και εδήλωσαν ότι θα πέσωσιν όλοι διά το μεγαλείον της γλυκειάς μας Πατρίδος».
Η πρώτη φάση της γερμανικής επίθεσης ολοκληρώθηκε στις 11 το πρωί της 6ης Απριλίου, όταν η Βέρμαχτ πέτυχε να περικυκλώσει το Οχυρό και το γερμανικό πυροβολικό έβαλε εναντίον του από απόσταση μόλις 600 έως 1.500 μέτρων. Ενώ θα περίμενε κανείς την παράδοση των ανδρών της Φρουράς εξαιτίας του ανελέητου σφυροκοπήματος από το έδαφος και τον αέρα και της καταστροφής μέρους του οπλισμού της, η Φρουρά πέτυχε με εύστοχες βολές να κρατήσει μακριά της το γερμανικό πεζικό το οποίο επιδίωκε την άμεση προσβολή του Οχυρού. Μέσα στη νύχτα, ύστερα από νέους ανελέητους βομβαρδισμούς, οι άνδρες της Βέρμαχτ εξαπέλυσαν δύο σφοδρές επιθέσεις εναντίον της Φρουράς για την κατάληψη του Οχυρού, χωρίς αποτέλεσμα.
Το πρωί της πρώτης ημέρας ο διοικητής του Οχυρού παρακάλεσε τον διοικητή της Ταξιαρχίας Έβρου, υποστράτηγο Ιωάννη Ζήση, για την αποστολή αεροπλάνων προκειμένου να υπάρξει εξωτερική βοήθεια στη Φρουρά. Η απάντηση του στρατηγού είναι ενδεικτική για την αδυναμία των ελληνικών δυνάμεων να προσφέρουν εξωτερική βοήθεια: «Δι’ ανδρείαν σας και αυτοθυσίαν σας η Πατρίς ευγνωμονεί. Εγώ δε προσωπικώς υποκλίνομαι. Ποθούμεν νέα σας». Από εκείνη τη στιγμή χάθηκε κάθε επικοινωνία με την Ταξιαρχία Έβρου. Το Οχυρό απομονώθηκε τελείως.
Τη δεύτερη και τελευταία ημέρα των συγκρούσεων, η γερμανική πολεμική μηχανή ήταν αποφασισμένη να ξεπεράσει το εμπόδιο του Οχυρού, καθώς οι μηχανοκίνητες μονάδες βρίσκονταν καθηλωμένες στο δρόμο Κίρτζαλη-Κομοτηνής εξαιτίας της αντίστασης της Φρουράς και δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν στο παραλιακό μέτωπο από το Νέστο μέχρι τον Έβρο. Το πρωί επαναλήφθηκε ο σφοδρός βομβαρδισμός του Οχυρού χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το απόγευμα, όμως, γύρω στις 7, τα πυρά περισσότερων από 100 πυροβόλων κάθε διαμετρήματος προκάλεσαν την καταστροφή των αμυντικών μέσων του Οχυρού και μονάδες του εισβολέα κατόρθωσαν να ανεβούν στο Οχυρό ρίχνοντας χειροβομβίδες, διάφορες εκρηκτικές ύλες και καπνογόνα. Στις 9 το βράδυ, μετά την εισβολή των Γερμανών στις υπόγειες στοές, δόθηκε λυσσώδης αγώνας σώμα με σώμα. Εκτός από την καταστροφή των αμυντικών μέσων, την εισβολή των Γερμανών και την αποπνιχτική ατμόσφαιρα από τα καπνογόνα, η Φρουρά έπρεπε να αντιμετωπίσει τη διακοπή του υποτυπώδους φωτισμού (λάμπες πετρελαίου). Η συνέχιση του αγώνα κρίθηκε μάταιη και ο διοικητής διέταξε κατάπαυση του πυρός στις 11 και 30 το βράδυ. Τα μεσάνυχτα το Οχυρό της Νυμφαίας παραδόθηκε στους εισβολείς.
Οι ηρωικοί αξιωματικοί και οπλίτες της Ταξιαρχίας Έβρου, που αποτελούσαν τη Φρουρά του Οχυρού της Νυμφαίας, πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος: 7 νεκροί και 20 τραυματίες ήταν ο τραγικός απολογισμός των απωλειών. Σύμφωνα με την έκθεση του διοικητή του Οχυρού, σκοτώθηκαν ο δεκανέας Γεώργιος Κορώνης του Δημητρίου από τον Ελληνόπυργο Καρδίτσας και οι στρατιώτες Ιωάννης Μαλλιαράκης του Γεωργίου από τις Αρχάνες Τεμένους Ηρακλείου Κρήτης, Γεώργιος Τσικνάκης του Θεοδώρου από την Κουμάσα Μονοφασίου Ηρακλείου Κρήτης, Εμμανουήλ Κιουλμπαξιώτης του Κωνσταντίνου από τη Σκόπελο Μυτιλήνης, Ευστράτιος Ποτίρης του Νικολάου από το Πλωμάρι Μυτιλήνης, Γεώργιος Καραγεωργίου του Ιγνατίου από το Σκαλοχώρι Μυτιλήνης και Γεώργιος Μπάφας του Ιωάννη από το Βαθύπεδο Ιωαννίνων. Όλοι έχασαν τη ζωή τους από βαρύτατο τραυματισμό από θραύσματα οβίδων και χειροβομβίδων. Από τους τραυματίες οι περισσότεροι κατάγονταν από τη Μυτιλήνη, το Λασίθι και το Ηράκλειο της Κρήτης. Μόνο ένας τραυματίας, ο στρατιώτης του 2ου Λόχου Σιδέρης Δεδίδης του Γεωργίου, καταγόταν από την Κομοτηνή και έφερε τραύμα στην ωμοπλάτη και ελαφρές κακώσεις στα μάτια.
Η έκθεση του διοικητή Αναγνωστού καταρρίπτει το μύθο της ευγενικής αντιμετώπισης των Γερμανών προς τους Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες μετά την παράδοση του Οχυρού. Οι τελευταίοι αντιμετωπίστηκαν κατά τρόπο εξευτελιστικό για αιχμαλώτους πολέμου. Υποχρεώθηκαν σε πορείες, παρέμειναν νηστικοί και ξυλοκοπήθηκαν από τους Γερμανούς. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό πως κατά τη μεταφορά και σύντομη παραμονή 12 Ελλήνων αξιωματικών του Οχυρού στο βουλγαρικό χωριό «Μακάζη», οι Βούλγαροι στρατιωτικοί πρόσφεραν ψωμί, αυγά και τυρί στους Έλληνες συναδέλφους τους προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση των Γερμανών.
Μετά την επιστροφή τους στην περιοχή του Οχυρού οι αξιωματικοί ενώθηκαν με τους στρατιώτες και κατευθύνθηκαν πεζοί προς την πόλη της Κομοτηνής. Η είδηση πως οι Έλληνες στρατιωτικοί κρατούνταν στους στρατώνες κυκλοφόρησε αμέσως στην πόλη προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση. Αψηφώντας τους Γερμανούς οι κάτοικοι της Κομοτηνής έσπευσαν να προσφέρουν τρόφιμα, παπλώματα και σεντόνια στους αιχμαλώτους. Μία ημέρα αργότερα, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες, εξαντλημένοι από τις μάχες και την κακομεταχείριση των Γερμανών, διέσχισαν το κέντρο της πόλης με κατεύθυνση προς την Ξάνθη. Στην κεντρική πλατεία της Κομοτηνής εκτυλίχθηκαν συγκινητικές στιγμές: «κατά την διέλευσίν μας διά της πλατείας της Κομοτηνής όλοι οι κάτοικοι της πόλεως, οίτινες είχον συγκεντρωθή εκεί, ήρχησαν χειροκροτούντες και φωνάζοντες «Ζήτω η Ελλάς», «Ζήτω οι ήρωες του Οχυρού μας». Οι Αξιωματικοί και οπλίται με δάκρυα συγκινήσεως εις τους οφθαλμούς εχαιρέτουν το πλήθος βαδίζοντες με βήμα σταθερόν και τας κεφαλάς υψηλά».
Σύμφωνα με την έκθεση του διοικητή, οι Γερμανοί αξιωματικοί γνώριζαν πολλές λεπτομέρειες για το Οχυρό της Νυμφαίας όπως τα απόρρητα συνθηματικά των έργων. Ποιος ήταν ο «Εφιάλτης» στην περίπτωση της Νυμφαίας; Ο Αναγνωστός έγραψε στην έκθεσή του πως ο λοχίας Αναστάσιος Κ. από τη Μυτιλήνη και ο στρατιώτης Ιωάννης Κ. από χωριό της Ροδόπης λιποτάκτησαν, πέρασαν στη Βουλγαρία και έδωσαν πληροφορίες στο γερμανικό στρατό. Σύμφωνα με τον Αναγνωστό, ο Ιωάννης Κ. «καταδικασθείς εις θάνατον δι’ αλλεπαλλήλους λιποταξίας εν καιρώ πολέμου υπό του Στρατοδικείου Αλεξανδρουπόλεως εγένετο οδηγός των Γερμανικών τμημάτων εις την περιοχήν του Οχυρού οδηγήσας αυτούς διά καταλλήλων δρομολογίων». Δεν υπάρχουν περισσότερες διαθέσιμες πληροφορίες για την ταυτότητα και τη δράση τους (τα ονόματά τους αναφέρονται στην έκθεση). Εξαιτίας της θέσης του Αναγνωστού, δεν υπάρχουν λόγοι αμφισβήτησης των στοιχείων στην έκθεσή του. Από ιστορική σκοπιά, η παρουσία ενός σύγχρονου «Εφιάλτη» είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα και χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση για τα κίνητρα της πράξης του.
Αφήνοντας στην άκρη τους «Εφιάλτες», ας κρατήσουμε στη μνήμη μας τα λόγια του διοικητή της Φρουράς του Οχυρού της Νυμφαίας: «Εις το μικρόν αλλ’ ηρωικόν τούτο Οχυρόν αντιπροσωπεύετο ολόκληρος η Ελλάς. Οι υπερασπισταί τούτου κατήγοντο εκ της Στερεάς Ελλάδος, Πελοποννήσου, Θεσσαλίας, Ανατολικής και Δυτικής Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου, Κρήτης και άλλων νήσων…θεωρώ τον εαυτό μου τα μέγιστα υπερήφανον διότι ήμουν Διοικητής τοιούτων ηρώων, οι οποίοι πράγματι επολέμησαν ως πραγματικοί απόγονοι και εφάμιλοι των ηρώων του 1821». Αυτή η ανιδιοτελής αίσθηση του χρέους έναντι της ιστορίας του Έθνους, αυτή η περηφάνια και λεβεντιά πρέπει να αποτελούν οδηγό και στις σημερινές δύσκολες εποχές της βαθύτατης πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κρίσης στην Ελλάδα. Διαφορετικά, η επίκληση της ιστορίας και η αποδιδόμενη τιμή στις κορυφαίες στιγμές πατριωτισμού και αυτοθυσίας των Ελλήνων θα είναι πράξη υποκρισίας και σύντομης φυγής από την ζοφερή πραγματικότητα.
- Ο Βασίλης Ριτζαλέος είναι διδάκτορας ιστορίας στο ΑΠΘ και εργάζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Κομοτηνή.